απούλητος

απούλητος
-η, -ο
αυτός που δεν πουλήθηκε: Τη χρονιά εκείνη είχαν τα καπνά τους απούλητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απούλητος — η, ο αυτός που δεν πουλήθηκε …   Dictionary of Greek

  • άδοτος — η, ο (Α ἄδοτος, ον) 1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν πουλήθηκε, απούλητος 2. που δεν πληρώθηκε, απλήρωτος, ανεξόφλητος αρχ. αυτός στον οποίο δεν δόθηκε δώρο, ο χωρίς δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοτός. ΠΑΡ. μσν. ἀδοτί] …   Dictionary of Greek

  • άπρατος — ἄπρατος, ον (Α) [πρίασθαι] 1. ο απούλητος 2. ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

  • αγύρευτος — η, ο [γυρεύω] 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν ζητιέται ή δεν ζητήθηκε, απούλητος, ανεπιθύμητος 2. αυτός για τον οποίο δεν φρόντισε κανείς, ο παραμελημένος 3. αυτός που, αν και συχνά μάς είναι αναγκαίος (γιατρός, ιερέας, φάρμακα κ.ά.),… …   Dictionary of Greek

  • αδιάθετος — η, ο (ΑΜ ἀδιάθετος, ον) 1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη 2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος 2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… …   Dictionary of Greek

  • απώλητος — κ. απούλητος, η, ο αυτός που δεν έχει πουληθεί ή δεν μπορεί να πουληθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”